μισεμός

μισεμός
και μισευμός, ο (Μ μισεμός και μισσεμός και μισευμός) [μισεύω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μισεύω, η αναχώρηση κάποιου από την πατρική εστία και η διαμονή του σε ξένο τόπο, η ξενιτιά, η αποδημία, ο εκπατρισμός («τού μισεμού σου κατόπι αποζήτησα κάποιο σημάδι κάπου να βάλω», Παλαμ.)
2. (μτφ. για αστέρα) δύση
3. μτφ. αναχώρηση από τη ζωή, θανάτος
4. απόπλους πλοίου και όλες οι εργασίες και οι χειρισμοί που σχετίζονται με αυτόν («το σινιάλο τού μισευμού»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μισεμός — ο η αναχώρηση από τον τόπο μου, η αποδημία: Πέθανε από τον καημό του μισεμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίσεμα — το (Μ μίσεμα και μίσσεμα και μίσεμαν και μίσευμα και μίσευμαν) [μισεύω] μισεμός …   Dictionary of Greek

  • μισευμός — ο (Μ μισευμός) βλ. μισεμός …   Dictionary of Greek

  • εκπατρισμός — ο 1. εκτόπιση, εκτοπισμός, απέλαση. 2. ξενιτεμός, ξενίτεμα, μισεμός: Ο εκπατρισμός των Ελλήνων στη Γερμανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”